- ραχιοτόμο
- και ραχιτόμο και ραχεοτόμο, το, Νχειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη τού σπονδυλικού σωλήνα χωρίς να βλαβεί ο μυελός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις, ῥάχιος + -τόμον (< τέμνω). Ο λόγιος τ. ραχιοτόμον μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.